- Ασώπιος
- Επώνυμο οικογενείας λογίων. 1. Ειρηναίος (Κέρκυρα 1825 – Αθήνα 1905). Λόγιος και δημοσιογράφος. Γιος του Κωνσταντίνου Α. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και στη συνέχεια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τις ιατρικές του σπουδές συνέχισε στην Πίζα, τη Φλωρεντία και το Παρίσι. Στα φιλολογικά σαλόνια της γαλλικής πρωτεύουσας γνωρίστηκε με πολύ διάσημους λογοτέχνες της εποχής εκείνης, όπως ο Αλ. Δουμάς πατέρας, στην εφημερίδα του οποίου ο Α. είχε τακτική φιλολογική συνεργασία, και ο ποιητής Χάινε, τον οποίο αργότερα πρώτος ο Α. έκανε γνωστό στην Ελλάδα. Το 1857 ο Α. εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Χρυσαλλίς και από το 1867 έως το 1896 εξέδιδε το Αττικόν Ημερολόγιον. Μικρό απάνθισμα των ποικίλων δημοσιευμάτων του συγκέντρωσε στον τόμο Παλαιά και Νέα (1903). 2. Κωνσταντίνος (Γραμμένο, Ήπειρος, περ. 1785 – Αθήνα 1872). Φιλόλογος, διδάσκαλος του Γένους. Αρχικά ονομαζόταν Ντσόλμπας. Α. ονομάστηκε από τον πρώτο του δάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στα Ιωάννινα και την Κέρκυρα, δίδαξε για μερικά χρόνια στο σχολείο της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης. Από εκεί, το 1819, με την οικονομική υποστήριξη του λόρδου Γκίλφορντ, ο Α. έφυγε για να σπουδάσει κλασική φιλολογία στη Γερμανία. Δασκάλους είχε τον διάσημο ομηριστή Βολφ και τον κορυφαίο Γερμανό φιλόλογο Μπεκ (Βοίκχιον, όπως τον έλεγαν τότε στην Ελλάδα). Σχετίστηκε επίσης στενά με τον Κοραή. Το 1824 επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αμέσως καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας. Το 1843 κλήθηκε να αναλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν ολιγογράφος: εκτός από τα Σούτσεια, έγραψε ένα συντακτικό, μια ημιτελή γραμματολογία και μια επίσης ημιτελή εισαγωγή στον Πίνδαρο. Ο πολυμερής χαρακτήρας της σοφίας του Κωνσταντίνου Α. και η ενασχόλησή του με το σύνολο των εκδηλώσεων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δεν του επέτρεψαν να ενδιατρίψει και να δώσει πρωτότυπες συμβολές σε ειδικά θέματα.
Dictionary of Greek. 2013.